ληστρικός

ληστρικός
-ή, -ό (AM λῃστρικός, -ή, -όν) [ληστρίς]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος»
Πλούτ.)
2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη»)
3. φρ. «ληστρική σύνοδος» — έτσι ονομάστηκε η σύνοδος που είχε συγκληθεί το 449 μ.Χ. από τον Θεοδόσιο Β' στην Έφεσο και στην οποία υπερίσχυσε η υπό τον πατριάρχη Αλεξανδρείας μερίδα, που ευνοούσε την αιρετική διδασκαλία τοὺ Ευτυχούς, τον μονοφυσιτισμό
νεοελλ.
1. (για προφ. ή γραπτή αφήγηση) αυτή που πραγματεύεται για ληστές και πράξεις ληστών («ληστρική φιλολογία»)
2. μτφ. αθέμιτα κερδοσκοπικός, αισχροκερδής («ληστρικές τιμές»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ληστρικό(ν)
η αρπακτικότητα
αρχ.
1. πειρατικός («λῃστρικὰ σκάφη κατασκευάζοντες ἐλῄστευον», Διόδ.)
2. φρ. «τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης»
μτφ. οι εταίρες (Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ληστρικῶς και -ά (AM λῃστρικῶς) με τον τρόπο τών ληστών, αρπακτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λῃστρικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ληστές: Ληστρικές επιδρομές. 2. αισχροκερδής: Το μαγαζί του έχει ληστρικές τιμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῃστρικά — λῃστρικός neut nom/voc/acc pl λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc/acc dual λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτερον — λῃστρικός adverbial comp λῃστρικός masc acc comp sg λῃστρικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικῶν — λῃστρικός fem gen pl λῃστρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατα — λῃστρικός adverbial superl λῃστρικός neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατον — λῃστρικός masc acc superl sg λῃστρικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικοῖς — λῃστρικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”